- προσημαντικός
- -ή, -όν, Α [προσημαίνω]αυτός που προσημαίνει, που αποκαλύπτει εκ τών προτέρων («προσημαντικὰ γίγνεσθαι ποτὲ μὲν κακῶν, ποτέ δ' ἀγαθῶν», Διόδ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσημαντικά — προσημαντικός presignifying neut nom/voc/acc pl προσημαντικά̱ , προσημαντικός presignifying fem nom/voc/acc dual προσημαντικά̱ , προσημαντικός presignifying fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσημαντικόν — προσημαντικός presignifying masc acc sg προσημαντικός presignifying neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσημαντικάς — προσημαντικά̱ς , προσημαντικός presignifying fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)